Έφυγε από τη ζωή το απόγευμα της 13 Σεπτεμβρίου 2022 ο γνωστός ναξιώτης λόγιος και λογοτέχνης, οικοδόμος στο επάγγελμα, Γιώργης Προμπονάς (Κότες).
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Γεννήθηκε το 1931 στο Κεραμί της Τραγαίας Νάξου και στο τέλος του 1939
ξενιτεύτηκε με τους γονείς του, για να βγάλουν ένα χρέος που είχαν βάλει για το
σπίτι που είχαν φτιάξει ένα χρόνο νωρίτερα στο Κεραμί. Ο πατέρας του δούλευε
στις οικοδομές και η μάνα του ως παραμάνα σε σπίτια πλούσιων οικογενειών στην
Αθήνα, όπως και πολλές άλλες ναξιώτισσες από το Φιλώτι, την Απείρανθο, τα χωριά
του λεκανοπεδίου.
Το Φλεβάρη του 1940 τον έγραψαν οι γονείς του στο δημοτικό σχολείο
Καμπάνη στην οδό Ανδριανού στη Πλάκα.
Με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ο πατέρας του, που
ήταν 32 ετών, επιστρατεύτηκε και έφυγε στο μέτωπο της Αλβανίας. Τότε ο Γιώργης
με τη μάνα του γύρισαν στη Νάξο και ο Γιώργης ανάλαβε να φροντίζει τα κτήματά
τους , ένα ζευτό βόδι , μια γαδάρα και μια κατσίκα, όπως συνήθιζε να λέει .
Σταμάτησε τότε και το σχολείο σε ηλικία μόλις 9 ετών. Στη Νάξο έζησε όλη την
περίοδο της κατοχής μέχρι το καλοκαίρι του 1952 και ήταν βοσκός και ζευγάς. Την
κατοχή την έζησε έντονα και την κατέγραψε στο παιδικό του μυαλό και στα ώριμα
χρόνια του, όταν τα γράμματα, η ιστορία και η λογοτεχνία τον ενθουσίαζαν,
άρχισε να καταγράφει σε τετράδια και σε σκόρπια φύλλα τις θύμησές του, με μια
γραφή, μια ορθογραφία αποκλειστικά δική του, με τα λίγα γράμματα που έμαθε στην
Αθήνα, όταν τελικά «δραπέτευσε» από τη μίζερη ζωή της Νάξου και, δουλεύοντας
στις οικοδομές, τα βράδια πήγαινε στο νυχτερινό δημοτικό στο ίδιο σχολείο που
πήγαινε το 1940 στην Πλάκα. Ήταν τότε 29 χρονών και έμαθε ανάγνωση και γραφή.
Ορθογραφία όμως ποτέ δεν έμαθε και η γραφή του για όσους μελετήσαμε τα
κείμενά του ήταν ηχητική και περίεργη. Είχα την τύχη να επιμεληθώ πολλά
διηγήματά του, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και τα δυο
πρώτα του βιβλία «διηγήματα της κατοχής» και «οι βεγγερολόοι» με εκπληκτικά
διηγήματα. Παρατηρούσα το περίεργο της γραφής του, που ήταν με βάση τον ήχο
τους και έλεγα ότι ήταν γραφή άναρχη, αλλά πολύ ελκυστική και με μια ζωντάνια
μοναδική. Καμιά λέξη δεν την έγραφε κάθε φορά όμοια, τον ενδιέφερε να
αποτυπώνει όσο πιο ζωντανά μπορούσε τις εικόνες, τα συναισθήματα, τις σκέψεις.
Η ορθογραφία δεν τον απασχολούσε. «Εγώ είμαι, έλεγε, αγράμματος, νυχτερινό
δημοτικό έβγαλα και μεγάλος, πολλά είναι κι ευτά που ξέρω»!
Η ανέχεια και η ένταση της εσωτερικής μετανάστευσης με το τέλος του
εμφυλίου, τον έκαναν κι αυτόν να φύγει στην Αθήνα και μάλιστα «σκαστός», όπως
έλεγε, από τον πατέρα του, που τον ήθελε να μείνει στη Νάξο βοσκός και ζευγάς .
Ήρθε στην Αθήνα στου Ψυρρή, γειτονιά ναξιώτικη εκείνα τα χρόνια, όπου
αντιμετώπισε μεγάλη ανέχεια, αλλά δε σκεφτόταν να γυρίσει πίσω , προτιμούσε να
πεθάνει , το είχε και ντροπή, έλεγε, επειδή ήταν σκαστός. Δούλευε στις
οικοδομές, όπως όλοι οι νεαροί ναξιώτες, που μαζικά μετανάστευαν εκείνη την
περίοδο, που είχε αρχίσει η ανοικοδόμηση στην Αθήνα. Στο στρατό είχε την
ειδικότητα του ναρκοσυλλέκτη και όταν απολύθηκε συνέχισε σαν οικοδόμος .
Το 1957 αγόρασε ξυλεία και έγινε εργολάβος , το 1961 αρραβωνιάστηκε τη
Βάσω Αμπατζίδη, από γονείς πρόσφυγες, που τους έχασε σε ηλικία 10 ετών και
μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Ο Γιώργης γνώρισε τη Βάσω σε κάποιο σπίτι που έκανε
οικοδομικές εργασίες, όπου εκείνη εργαζόταν. Την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε
το 1963 και απέκτησαν 3 παιδιά , τον Μανώλη καθηγητή μαθηματικών, τον Τάσο
Πολιτικό μηχανικό και τη Στέλλα γυμνάστρια και ευτύχησαν να δουν τα εγγόνια
τους επίσης να προοδεύουν. Με τη Βάσω, που έφυγε κι εκείνη πριν από ένα περίπου
χρόνο, ο Γιώργης ήταν ερωτευμένος ισόβια.
Ο Γιώργης Προμπονάς ανέπτυξε σπουδαία κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική
και πνευματική δράση στην Ηλιούπολη και στους νσξιωτικους Συλλόγους της Αθηνας.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Κυκλαδιτών Ηλιούπολης και Πρόεδρός του για
πολλά χρόνια . Το 1990 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Ηλιούπολης .
Βαθύτατα δημοκράτης, έδωσε το παρόν στους Ανένδοτους αγώνες του 114, εναντίον
του βασιλικού πραξικοπήματος το 1965 και με τη μεταπολίτευση αγωνίστηκε για την
Αλλαγή μέσα από τις οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ.
Στη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε να γράφει διηγήματα . Όμως ντρεπόταν να τα
παρουσιάσει και τα έσκιζε . Άρχισε πια να κρατάει γραφτά από το 1980 και τότε
άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά της
Ηλιούπολης και της Νάξου. Ο ίδιος δεν καυχιέται για τα γραφτά του, παρά μόνο
για την παράδοση, για τον λαϊκό πολιτισμό, για την ιστορία του γενεθλίου τόπου
του, που στα διηγήματά του την έκανε μύθο, αφιερώνοντάς τη σε όσους έζησαν στις
ίδιες με εκείνον συνθήκες. Εξέδωσε τέσσερα βιβλία: Διηγήματα της κατοχής από τη
Νάξο (1993), Οι Βεγγερολόοι (1996), Ο λαβωμένος αητός -μυθιστόρημα (2001) και
Αθήνα μέρες του 1918-μυθιστόρημα (2003). Τα δύο πρώτα βιβλία του επιμελήθηκε ο
φιλόλογος Νίκος Λεβογιάννης, το τρίτο ο φιλόλογος Αντώνης Τζιώτης και το
τέταρτο ο δρ λαογραφίας Μανώλης Σέργης.
Τα «διηγήματα της κατοχής» διδάχτηκαν στη φιλοσοφική σχολή του ΕΚΠΑ,
γεγονός για το οποίο ένιωθε περηφάνια. Πριν μερικά χρόνια κλήθηκε επίσης και
μίλησε στους μαθητές του Λυκείου Τραγαίας στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και
αναφέρθηκε σε όσα συνέβησαν το 1940-1944 στη Νάξο, όπως εκείνος τα έζησε.
Μπορεί ο Γιώργης Προμπονάς να έφυγε πλήρης ημερών, παρέμεινε όμως ως την τελευταία του στιγμή όρθιος, μαχητικός και με την αγωνία για την τύχη του τόπου, της κοινωνίας, της πατρίδας. Θα τον θυμόμαστε και θα τον διαβάζουμε ως αγωνιστή, οραματιστή και λόγιο.
0 Σχόλια