Προτάσεις για ένα πιο όμορφο και λειτουργικό σπίτι, χρηστικές λύσεις για όλες τις νέες τάσεις της μόδας.
Λ
Λάκα: Με
τον όρο λάκα χαρακτηρίζεται μια σειρά από αδιάλυτα χρώματα, τα οποία
αποτελούνται από ένα υπόστρωμα ή βάση πάνω στο οποίο στερεοποιείται μια
οργανική χρωστική ουσία. Οι αυθεντικές κινέζικες λάκες γίνονταν με επάλληλες
επιστρώσεις φυτικής ρητίνης, αναμιγμένης με χρώμα (κυρίως μαύρο ή κόκκινο) πάνω
σε μια βάση χαρτιού ή λινάτσας επικολλημένης σε μια επιφάνεια. Σήμερα, στην
αγορά υπάρχουν συνθετικές λάκες, οι οποίες ψεκ
Λ
Λάκα: Με τον όρο λάκα χαρακτηρίζεται μια
σειρά από αδιάλυτα χρώματα, τα οποία αποτελούνται από ένα υπόστρωμα ή βάση πάνω
στο οποίο στερεοποιείται μια οργανική χρωστική ουσία. Οι αυθεντικές κινέζικες
λάκες γίνονταν με επάλληλες επιστρώσεις φυτικής ρητίνης, αναμιγμένης με χρώμα
(κυρίως μαύρο ή κόκκινο) πάνω σε μια βάση χαρτιού ή λινάτσας επικολλημένης σε
μια επιφάνεια. Σήμερα, στην αγορά υπάρχουν συνθετικές λάκες, οι οποίες
ψεκάζονται με πιστόλι και είναι τόσο οικονομικές, ώστε μπορούν να εφαρμοστούν
και σε έπιπλα κουζίνας. Ομως, δεν πρόκειται για την ίδια τεχνική που ανέδειξε
έπιπλα και αντικείμενα περασμένων αιώνων σε πραγματικά έργα τέχνης.
Λαμπρικέν: Ονομάζεται
η λωρίδα υφάσματος που πέφτει κυματιστά ή σε γλώσσες και καλύπτει το επάνω
μέρος της κουρτίνας ενός παραθύρου ή του ουρανού ενός κρεβατιού. Συνήθως
καλύπτει το κουρτινόξυλο και μπορεί να είναι από το ίδιο ύφασμα με την κουρτίνα
ή από κάποιο βαρύτερο, ώστε να δημιουργεί μια στέψη στο παράθυρο. Μπορεί να
είναι κυματιστό ή ίσιο, με γλώσσες ή μύτες και συχνά διακοσμείται με κρόσσια,
φουντάκια και τρέσες. Κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες οι κουρτίνες είχαν
στραφεί σε λιτές γραμμές και ανάλαφρα υλικά, αποκλείοντας τα λαμπρικέν και τις
αμπράς, όπου σήμερα έχουν επιστρέψει θριαμβευτικά στο προσκήνιο. Τα λαμπρικέν
είναι περίτεχνα, σε μεγάλη ποικιλία σχημάτων και με ευφάνταστα τελειώματα.
Λαμπατέρ: Είναι το φωτιστικό που αποτελείται
από ένα κατακόρυφο στοιχείο στήριξης ενός ή περισσότερων λαμπτήρων. Ο όρος
προέρχεται από το λατινικό «lampadarium». Στην αρχαία Ελλάδα και κατά τους
ρωμαϊκούς χρόνους επρόκειτο για έναν λεπτό στύλο που στηριζόταν σε τρίποδο. Στο
επάνω μέρος υπήρχε μια επίπεδη επιφάνεια ή βραχίονες, όπου κρεμούσαν φανούς για
τον φωτισμό εσωτερικών κυρίως χώρων. Σήμερα αποκαλούνται λαμπατέρ όλα τα
επιτραπέζια ή επιδαπέδια φωτιστικά, ανεξάρτητα από το είδος του λαμπτήρα
(αλογόνου, φθορισμού ή πυρακτώσεως) και από την ύπαρξη ή μη αμπαζούρ (abas-jour
= καπέλο σκίασης).
Μ
Μοντερνισμός: Απορρίπτοντας τον διακοσμητικό
χαρακτήρα της art nouveau και τις χειροποίητες κατασκευές του Arts and Crafts,
oι δημιουργοί του modern movement ξεκίνησαν στις αρχές του 20ού αι. τη μελέτη
σχημάτων και υλικών της μαζικής παραγωγής. Kαθώς η Ευρώπη προχωρούσε στην
αστικοποίηση και βιομηχανοποίησή της, εμφανίστηκαν κορυφαίοι αρχιτέκτονες,
καλλιτέχνες και σχεδιαστές όπως ο Walter Gropius στη Γερμανία, που ίδρυσε την περίφημη
σχολή Bauhaus, και ο Le Corbusier στη Γαλλία. Γεωμετρικές φόρμες και βασικά
χρώματα, που είχαν σαν σκοπό τη δημιουργία μιας καθαρά λειτουργικής
αρχιτεκτονικής, η οποία εισήγαγε τις γυμνές επιφάνειες και τους ενοποιημένους
χώρους. Το γυαλί, το τσιμέντο και το μέταλλο συνθέτουν λιτούς όγκους, ενώ
ελάχιστα, αλλά έντονα διακοσμητικά αντικείμενα από χρωματιστό γυαλί, με
υπέροχες γραμμές χαρακτηρίζουν την απέριττη επίπλωση. Ο ορισμός που έδωσε
ο Le Corbusier στην κατοικία σαν μηχανή για να ζει κανείς μέσα παρεξηγήθηκε από
πολλούς. Σήμερα το λειτουργικό αλλά και σοφιστικέ μοντέρνο στιλ των πρώτων
δεκαετιών του αιώνα είναι πολύ δημοφιλές. Τα περισσότερα από τα έπιπλα και
φωτιστικά που σχεδίασαν ο Le Corbusier, ο Mies van der Rohe, ο Alvar Aalto και
άλλοι μεγάλοι δημιουργοί του μεταμοντερνισμού, εξακολουθούν να παράγονται από
τις ίδιες βιομηχανίες και είναι περιζήτητα και πολύ ακριβά.
Μπερζέρα: Είναι η χαμηλή, βαθιά και άνετη
πολυθρόνα με τη χαρακτηριστική ψηλή πλάτη. Είναι ολόκληρη επενδυμένη με ύφασμα
εκτός από τα πόδια και μερικές φορές ένα ξύλινο περίγραμμα στο τελείωμά της.
Δεν υπάρχουν κενά ούτε στα μπράτσα ούτε στην πλάτη που συχνά επεκτείνεται
σχηματίζοντας δύο πλευρικά μαξιλαράκια για το κεφάλι. Δημιουργήθηκε γύρω
στο1720, σε στιλ Λουδοβίκου 15ου ως ένα πολύ άνετο και πολυτελές κάθισμα. Επί
Λουδοβίκου 16ου η πλάτη έγινε ψηλότερη και ίσια ενώ από τον 19ο αι. οι
διαστάσεις της περιορίζονται. Σήμερα με μικρές παραλλαγές στο σχήμα, τον όγκο
και κυρίως ανάλογα με την υφή και την ποιότητα του υφάσματος, εντάσσονται σε
κάθε χώρο. Κλασική γαλλική επενδυμένη με βαριά στόφα ή σε πιο μοντέρνα εκδοχή
με καρό ύφασμα έχει θέση στο καθιστικό, στο υπνοδωμάτιο ή και δίπλα στο ρουστίκ
τζάκι ενός εξοχικού σπιτιού.
Μπουφές: Ξύλινο, σχετικά ογκώδες έπιπλο που
χρησιμοποιείται για τη φύλαξη σερβίτσιων και ασημικών και τοποθετείται συνήθως
στην τραπεζαρία, κοντά στον τοίχο. Σήμερα τον συναντάμε σε πολλές σύγχρονες
κατοικίες, ως βασικό έπιπλο, κυρίως στον χώρο της τραπεζαρίας και συχνά
συνδυάζεται με μοντέρνα, κρυστάλλινα τραπέζια. Παρ’ όλο που στην αγορά υπάρχουν
μπουφέδες και σε μοντέρνα σχέδια, σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη επίπλωσης,
συχνά αντικαθίστανται από τις σύνθετες κατασκευές που περιλαμβάνουν ντουλάπια
και βιτρίνες για τα σερβίτσια.
Μπουντουάρ: Είναι ένα μικρό σαλονάκι με
εκλεπτυσμένη διακόσμηση, όπου η οικοδέσποινα καθόταν μόνη ή με συντροφιά πολύ
στενούς φίλους της (από το γαλλικό ρήμα «bouder» = είμαι κακόκεφος). Στις
σύγχρονες κατοικίες δεν υπάρχει αντίστοιχος χώρος με αυτόν του μπουντουάρ,
εκτός από εξαίρετες περιπτώσεις μεγάλων μονοκατοικιών, όπου προβλέπεται
ξεχωριστή γκαρνταρόμπα για την οικοδέσποινα, με τις ανέσεις ενός σαλονιού.
Ν
Νεοκλασικό: Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. σε
πολλές χώρες της Ευρώπης παρατηρείται μια αντίδραση στις υπερβολές του ροκοκό,
που στρέφει το ενδιαφέρον στα λιτά πρότυπα της αρχαίας Ελλάδας, των Ετρούσκων,
της Αιγύπτου και της Ρώμης. Στην Αγγλία ο αρχιτέκτονας Robert Adam (1728-1792)
δημιουργεί ένα εκλεπτυσμένο νεοκλασικό στιλ, που σιγά-σιγά εξελίσσεται στην
αντιγραφή αρχαίων διακοσμητικών στοιχείων, φτάνοντας στις αρχές του 19ου αι.
στο στιλ regency (= αντιβασιλεία, 1811-1820). Αντίστοιχα νεοκλασικά ρεύματα
έχουμε στη Γαλλία, στη Γερμανία κ.α. Τα νεοκλασικά εγγλέζικα σπίτια περιλαμβάνουν
μια μεγάλη ποικιλία από καρέκλες με θαυμάσιες, λεπτές, ξυλόγλυπτες πλάτες
αρχαϊκής έμπνευσης (σε σχήμα λύρας, αμφορέα κ.τ.λ.). Τα έπιπλα regency
διακοσμούνται με φτερωτούς δράκους και σφίγγες, έχουν μπρούντζινα επιστόμια με
μορφή κεφαλής λιονταριού και τα πόδια τους μοιάζουν συχνά με οπλές και νύχια
ζώων. Αν και τα έπιπλα αυτού του στιλ είναι αρκετά βαριά, βρίσκουν τη θέση τους
στις σύγχρονες κατοικίες που αγαπούν την εκκεντρικότητα. Γενικότερα δε, το
νεοκλασικό στιλ είναι ιδιαίτερα αγαπητό σε όλον τον κόσμο, και ιδιαίτερα στην
Ελλάδα.
Νεογοτθικό: Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., μετά
την έξαρση του νεοκλασικισμού στην Αγγλία (regency), εμφανίστηκαν οι πρώτες
αναφορές στην αναβίωση της γοτθικής τέχνης. Δυναμικός υπέρμαχος του Μεσαίωνα, ο
σχεδιαστής A. C. Pugin δημιούργησε μια σειρά από πρωτότυπα έπιπλα γοτθικής
έμπνευσης. Το νεογοτθικό στιλ μεταφέρει στην επίπλωση τις χαρακτηριστικές
γραμμές της γοτθικής αρχιτεκτονικής. Τα οξυκόρυφα τόξα των γοτθικών παραθύρων
και οι δαντελωτές ροζέτες συναντώνται σαν διακοσμητικές μορφές στην πλάτη
καθισμάτων, στα πόδια τραπεζιών, ενώ ολόκληρο το σχήμα ενός επίπλου μπορεί να
θυμίζει το περίγραμμα της όψης ενός γοτθικού ναού. Σήμερα το νεογοτθικό στιλ
διακρίνεται για τις εκκεντρικές δημιουργίες του που συχνά ξενίζουν. Ομως, μέσα
στο πνεύμα της δημιουργικής αναζήτησης που διακρίνει την εποχή μας, αρκετές
φορές οι σύγχρονοι σχεδιαστές έχουν επαναλάβει πειραματισμούς με γοτθικά
στοιχεία, που άλλοτε παρουσιάζουν μια διακοσμητική άποψη με ιδιαίτερο
ενδιαφέρον και άλλοτε αγγίζουν τα όρια του κιτς.
Ο
Οφίς: Είναι ο βοηθητικός χώρος που
επικοινωνεί με την κουζίνα και τους χώρους υποδοχής (συνήθως την τραπεζαρία).
Χρησιμοποιείται για την προετοιμασία του σερβιρίσματος των γευμάτων και τη
φύλαξη σερβίτσιων, ασημικών, δίσκων κ.τ.λ. Παρόλο που ανάλογοι βοηθητικοί χώροι
υπήρξαν και παλιότερα, αλλά με διαφορετικές ονομασίες, ο όρος «office»
χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στη Γαλλία στα τέλη του 15ου αι. Εως τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδόν όλες οι κατοικίες εύπορων οικογενειών είχαν κοντά στη
κουζίνα το όφις, που πολλές φορές χρησίμευε και σαν τραπεζαρία του υπηρετικού
προσωπικού. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει υιοθετήσει τον τύπο ανοιχτής
κουζίνας, που επικοινωνεί με πάσο με τους χώρους υποδοχής, οπότε το όφις δεν
έχει κανέναν λόγο ύπαρξης.
Π
Πουφ: Ονομάζεται το χαμηλό κάθισμα, όμοιο
με σκαμνί, που είναι ολόκληρο επενδυμένο με ύφασμα ή δέρμα, συχνά καπιτονέ. Η
λέξη είναι ηχοποιημένη και υποδηλώνει τη μαλακιά σύσταση του καθίσματος, που
συχνά μοιάζει με ογκώδες μαξιλάρι. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μετά τα μέσα του
19ου αι. και αρχικά έμοιαζαν με χοντρό ταμπουρέ, όπου ένα περιμετρικό βολάν ή
κρόσια έκρυβαν τα πόδια. Στα δυτικά σαλόνια εμφανίστηκαν τα δερμάτινα,
κυλινδρικά ή πολυγωνικά πουφ, μεσανατολίτικης προέλευσης. Σε νεανικά δωμάτια
και μοντέρνα καθιστικά, πολλές φορές συναντάμε μεγάλες μαξιλάρες δαπέδου και
πουφ από ύφασμα ή δερματίνη, που είναι ελαφριά και μαλακά, με μεταβλητό σχήμα.
Πλαφονιέρα: Ονομάζεται το φωτιστικό που είναι
αναρτημένο από την οροφή, σε επαφή με αυτή, χωρίς μεγάλη κρέμαση. Η ονομασία
του προέρχεται από τη γαλλική λέξη «plafond» (= ταβάνι). Εμφανίστηκαν με τη
διάδοση της χρήσης του ηλεκτρικού λαμπτήρα στις αρχές του αιώνα μας. Η πιο
διαδεδομένη μορφή τους ήταν μια μπάλα από θαμπό γυαλί. Ωστόσο, πραγματικά έργα
τέχνης είναι οι πλαφονιέρες από χρωματιστό ή ανάγλυφο γυαλί των μεγάλων
εργαστηρίων (Gali, Daum κ.τ.λ.). Σήμερα κυκλοφορούν στην αγορά, εκτός από τις
κλασικές, διάφορες πλαφονιέρες με λάμπες φθορισμού, κυρίως για επαγγελματικούς
χώρους. Αυτές έχουν συνήθως έχουν τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο σχήμα, με ή χωρίς
προστατευτικό κάλυμμα. Στις σύγχρονες κατοικίες οι πλαφονιέρες
χρησιμοποιούνται, κυρίως, σε χώρους με χαμηλή οροφή.
Παραβάν: Είναι το σύνθετο, αρθρωτό πανό,
το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα φύλλα και αρχικά χρησίμευε, όπως
υποδηλώνει η γαλλική ονομασία του, για να προστατεύει από τα ρεύματα του αέρα.
Ο σκελετός του κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο, το οποίο επενδύεται με ύφασμα,
ενώ υπάρχουν παραβάν και από λάκα, ψάθα, πάπυρο, μέταλλο κ.ά. Χρησιμοποιήθηκαν
αρχικά στην Κίνα, απ’ όπου διαδόθηκαν σε όλη την Απω Ανατολή. Στις σύγχρονες
κατοικίες με τους ενοποιημένους χώρους χρησιμοποιούνται για να απομονώνονται
οπτικά κάποια σημεία εργασίας ή προσωπικής χρήσης. Κυρίως, όμως,
χρησιμοποιούνται για καθαρά διακοσμητικούς λόγους σε υπνοδωμάτια και χώρους
υποδοχής, συχνά σε συνδυασμό με κρυφό φωτισμό.
Σ
Σεζλόνγκ: Είναι μια καρέκλα μεγάλου μήκους, η
οποία εμφανίζεται σε διάφορους τύπους. Με τον όρο «σεζλόνγκ» πρωτονομάστηκε στα
τέλη του 17ου αι., στη Γαλλία, ο καναπές που είχε πλάτη μόνο στη μία στενή
πλευρά του, ώστε να κάθεται κανείς κατά μήκος του, με τα πόδια απλωμένα σε
αυτόν. Συχνά συγχέουμε μια κλασική σεζλόνγκ με το ανάκλιντρο, παρόλο που αυτό
έχει κεκλιμένη την πλάτη, ώστε να μπορεί κανείς να ξαπλώνει και όχι να μένει
καθιστός. Στη σύγχρονη επίπλωση, δε, υπάρχουν σεζλόνγκ εσωτερικού χώρου, κυρίως
ως παραλλαγές των έργων μεγάλων σχεδιαστών των αρχών του αιώνα (Alvar Aalto, Le
Corbusier κ.ά.). Ομως, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αυτό, συνήθως αναφερόμαστε
σε πτυσσόμενα έπιπλα κήπου, με πιο διαδεδομένο το γνωστό κάθισμα με τον ξύλινο
σκελετό και το καραβόπανο.
Σερβάντα: Είναι ένα μικρό, ξύλινο βοηθητικό
τραπέζι που αποτελείται από δύο ή περισσότερα επίπεδα, το ένα πάνω από το άλλο.
Πήρε την ονομασία του από τη γαλλική λέξη «servante» (= υπηρέτρια). Με τον όρο
αυτό ονομάστηκαν τον 18ο αι. τα βοηθητικά τραπέζια σερβιρίσματος που υπήρχαν
κοντά στο κύριο τραπέζι φαγητού. Αυθεντικές ξύλινες σερβάντες μπορούν να
τοποθετηθούν σε οποιοδήποτε σημείο των χώρων υποδοχής, διακοσμημένες με
ασημικά, κρύσταλλα ή πορσελάνες, έχοντας χάσει τον αρχικό τους ρόλο. Στη θέση
τους, δίπλα στο τραπέζι φαγητού, σήμερα χρησιμοποιούνται συνήθως καροτσάκια
(tables-roulantes) από διάφορα υλικά, που θυμίζουν σερβάντα με ρόδες.
Τ
Ταμπουρέ: Ονομάζονται τα χαμηλά σκαμνιά, με
επιφάνεια επενδυμένη από ύφασμα σε διάφορα σχήματα (οβάλ, στρογγυλή, τετράγωνη
κ.λπ.), που χρησιμεύουν ως κάθισμα ή για να ακουμπούν τα πόδια μπροστά σε μια
πολυθρόνα. Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν τα ταμπουρέ του πιάνου, που είναι
κυκλικά σκαμνιά με ύψος μεταβαλλόμενο, χάρη στο βιδωτό, περιστρεφόμενο κάθισμά
τους. Τα ταμπουρέ έχουν επιστρέψει δυναμικά στην επίπλωση του σπιτιού ως
συμπληρωματικά στοιχεία της σύγχρονης διακόσμησης, με επένδυση σε έντονα
υφάσματα, κυρίως καπιτονέ.
Τίφανι: Ονομάζονται τα γυάλινα βάζα και
φωτιστικά σε στυλ art nouveau, παραγωγής του ομώνυμου αμερικανικού εργαστηρίου,
στα τέλη του περασμένου αιώνα. Στην πλούσια παραγωγή του εργαστηρίου Tiffany
ανήκουν τα περίφημα χειροποίητα, γυάλινα αντικείμενα της σειράς Favrile. Εχουν
ιριδίζουσα επιφάνεια, είναι πολύ λεπτά και ελαφρά, ενώ άλλες σειρές
αντικειμένων με χρυσές ανταύγειες έχουν δημιουργηθεί αναμιγνύοντας το γυαλί με
χλωρίδιο του χρυσού. Οι επιτραπέζιες λάμπες έχουν μπρούντζινη βάση, συνήθως σε
μορφή γυναίκας ή κορμού δέντρου και αμπαζούρ, είτε από μονοκόμματο γυαλί είτε
από μικρά πολύχρωμα γυαλάκια σαν βιτρό.
Τιούντορ: Το στιλ τιούντορ αναπτύχθηκε στην
Αγγλία, κατά τη βασιλεία της ομώνυμης δυναστείας (1485-1603), όπου μετά το
τέλος του πολέμου των Ρόδων (1485) σηματοδότησε την αρχή μιας εποχής, όπου
επικρατούσαν η ειρήνη και η ασφάλεια, και επέτρεψε στους ανθρώπους να
αντιμετωπίσουν το σπίτι τους όχι πλέον σαν φρούριο, αλλά σαν έναν χώρο οικείο,
ο οποίος απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα και διακόσμηση. Τα σπίτια αποκτούν 2ο
όροφο, καθώς ξύλινα δοκάρια και ροζέτες διακοσμούν τις οροφές. Οι τοίχοι
επενδύονται με ξύλο και ύφασμα ή διακοσμούνται με έντονα σχέδια με στένσιλ.
Τεράστια πέτρινα τζάκια δεσπόζουν στους μεγάλους χώρους, όπου πόρτες και
παράθυρα είναι γυμνά, μια και οι κουρτίνες πρωτοεμφανίζονται κατά τον 16ο αι.
Αντίθετα, βαριά υφάσματα καλύπτουν τα τραπέζια, και κυρίως τα ψηλά, σκαλιστά,
ξύλινα κρεβάτια με ουρανό της εποχής Τιούντορ αποτελούν και τον στοιχειώδη
προσωπικό χώρο των ανθρώπων της εποχής. Το στιλ τιούντορ έφερε στην
αναγεννησιακή κατοικία πολλούς νεωτερισμούς, που αναβιώνουν έως και σήμερα. Οι
βαριές κασέλες, όπου φύλαγαν τα παπλώματα, τα κρεβάτια με τον ξύλινο, σκαλιστό
ουρανό και τα βαριά υφάσματα με οικόσημα, στέμματα και λιοντάρια, αντιγράφονται
στις σύγχρονες μεγαλοαστικές κατοικίες. Τα δε λιτά, μεταλλικά πολύφωτα της
εποχής έχουν επιβληθεί στη σύγχρονη διακόσμηση.
Φ
Φαγιάνς: Ονομάζονται τα κεραμικά αντικείμενα
που κατασκευάζονται από πορώδη, υδροπερατή αργιλική πάστα, με επικάλυψη
σμάλτου. Η ονομασία προήλθε είτε από την ιταλική πόλη Faenza είτε από τη
γαλλική Fayence, περιοχές και οι δύο πλούσιας καταγωγής κεραμικών. Η φαγιάνς
έχει τη λευκότητα και τη λάμψη της πορσελάνης, αλλά όχι και τη διαύγειά της.
Αντίθετα με την πορσελάνη, η μάζα της είναι υδροπερατή και μόνο η επικάλυψη με
σμάλτο αδιαβροχοποιεί τα αντικείμενα και επιτρέπει τη διακόσμησή τους με
χρώματα. Από φαγιάνς κατασκευάζονται διακοσμητικά αντικείμενα, σερβίτσια
φαγητού ή τσαγιού, αλλά και πλακάκια, καθώς και, παλιότερα, είδη υγιεινής.
Σήμερα τα σκεύη από φαγιάνς είναι πολύ διαδεδομένα, σε μεγάλη ποικιλία
διακόσμησης και χαμηλές τιμές.
Φλωρεντιανό: Με αυτό τον όρο χαρακτηρίζονται τα
έπιπλα του 16ου αι., που κατασκευάστηκαν στην περιοχή της Τοσκάνης στην Ιταλία.
Το απολυταρχικό καθεστώς του οίκου των Μεδίκων εμπνέει μεγαλοπρέπεια και
βασιλική κομψότητα στη διακόσμηση των χώρων, όπως και σε όλες τις εκδηλώσεις
τέχνης της εποχής. Τα φλωρεντιανά έπιπλα είναι συνήθως καρυδένια και
στολίζονται, κυρίως, με πλούσιες ανάγλυφες, ξύλινες παραστάσεις. Το βερνίκι
είναι σκούρο και οι επίχρυσες διακοσμήσεις ελάχιστες. Ετσι, σκαλιστές ξύλινες
επενδύσεις καλύπτουν τους τοίχους και περίτεχνα ξυλόγλυπτα κοσμούν
ντιβανοκασέλες, ντουλάπες και ερμάρια που υπάρχουν σε κάθε χώρο. Ο μπουφές, δε,
γίνεται έπιπλο ιδιαίτερα δημοφιλές, ενώ για πρώτη φορά εμφανίζονται οι
πολυθρόνες. Είναι μεγαλοπρεπείς, αλλά άβολες, με επένδυση από δέρμα ή βαρύτιμα
υφάσματα. Το φλωρεντιανό στιλ θεωρείται αρκετά βαρύ για μια σύγχρονη κατοικία.
Τα καθίσματα δεν είναι αναπαυτικά, ενώ η κατασκευή τους από καλλιτέχνες
ξυλόγλυπτες ανεβάζει το κόστος τους σε δυσπρόσιτα ύψη. Ωστόσο, πρόκειται για
αληθινά έργα τέχνης και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Φερ
Φορζέ: Ο
σίδηρος, υλικό που με τη χρήση του επηρέασε άμεσα την εξέλιξη του ανθρώπου,
χρησιμοποιήθηκε αρχικά για σκεύη και όπλα. Κατά τον 6ο αι., όμως, με το πέρασμα
των Αράβων στην Ευρώπη, γεννήθηκε η ευρωπαϊκή τέχνη του σιδήρου, που άκμασε
ιδιαίτερα κατά τον 18ο αι. και αργότερα με την art deco στις αρχές του αιώνα
μας. Τότε, λοιπόν, τα έπιπλα fer forge έγιναν πολύ δημοφιλή στις δεκαετίες του
’50 και ’60 ως έπιπλα κήπου, οπότε επικράτησε και η γαλλική ονομασία τους στη
χώρα μας. Σφυρηλάτηση των μετάλλων είναι η εν θερμώ ή εν ψυχρώ κατεργασία τους
με το χτύπημα σφύρας, εργασία επίμονη και αργή, όταν πρόκειται για χειροποίητα
αντικείμενα. Σε βιομηχανικό επίπεδο, βεβαίως, η σφύρα αντικαθίσταται από
πιεστήρια, που επιταχύνουν την παραγωγή και μειώνουν το κόστος. Σήμερα ο όρος
«fer forge» έχει επικρατήσει και χρησιμοποιείται ακόμα και όταν η κατεργασία
του μετάλλου γίνεται με άλλες τεχνικές. Μεταλλικά έπιπλα και αντικείμενα είναι
ιδιαίτερα δημοφιλή στη σύγχρονη διακόσμηση, με τη μορφή φυσικού σίδερου,
αντίθετα με το βαφτό των περασμένων δεκαετιών, με τεχνητή οξείδωση, γυαλισμένα
(brosse) κ.ά.
0 Σχόλια